λάμπω — έλαμψα 1. ακτινοβολώ, φεγγοβολώ: Ο ήλιος λάμπει. 2. μτφ., ξεχωρίζω, διαπρέπω σε κάτι: Έλαμψε ως διευθυντής της σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάμπω — λάμπω, έλαμψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής